- δυσδιάπνευστος
- δυσδιάπνευστοςslow to evaporatemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δυσδιάπνευστος — δυσδιάπνευστος, ον (Α) αυτός που δύσκολα εξατμίζεται … Dictionary of Greek
δυσδιάπνευστον — δυσδιάπνευστος slow to evaporate masc/fem acc sg δυσδιάπνευστος slow to evaporate neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσδιαπνευστότεροι — δυσδιάπνευστος slow to evaporate masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσδιαπνεύστοις — δυσδιάπνευστος slow to evaporate masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσδιαπνεύστων — δυσδιάπνευστος slow to evaporate masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσδιάπνευστα — δυσδιάπνευστος slow to evaporate neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσδιάπνευστοι — δυσδιάπνευστος slow to evaporate masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)